εννιάμερα

εννιάμερα
και νιάμερα και νιάημερα και εννεάμερα, τα (Μ ἐννιάμερα και ἐννεήμερα και νεάμερα και νιάμερα)
1. μνημόσυνο που γίνεται την ένατη μέρα από τον θάνατο
2. φρ. «τα εννιάμερα τής Παναγίας» — η απόδοση* τής γιορτής τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου που τελείται στις 23 Αυγούστου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • (εν)νιά(η)μερα — τα 1. μνημόσυνο που γίνεται την ένατη μέρα από το θάνατο κάποιου: Ήμασταν στα εννιάμερα του μακαρίτη. 2. γιορτή που γίνεται εννιά ημέρες μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλ. στις 23 Αυγούστου. νιάμερα, τα και νιάμερα, τα και νιάημερα, τα και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Lipsi (Insel) — Gemeinde Lipsi Δήμος Λειψών (Λειψοί) …   Deutsch Wikipedia

  • ένατος — η, ο (AM ἔνατος, άτη, ατον Α και επιτ. τ. εἴνατος, η, ον και αιολ. τ. ἔνοτος, η, ον) αυτός που στη σειρά κατέχει τον αριθμό εννέα («εἴνατος ἐνιαυτός», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ένατο καθένα από τα εννέα ίσα μέρη ενός συνόλου 2. (το… …   Dictionary of Greek

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek

  • εννεάμερα — τα τα εννιάμερα* …   Dictionary of Greek

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… …   Dictionary of Greek

  • νιάμερα — και νιάημερα, τα τα εννιάμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *εννεά μερον < εννέα + μέρες] …   Dictionary of Greek

  • τριτενάται — αἱ, Μ (ενν. μνῆμαι) τα τρίμερα και τα εννιάμερα προς τιμή τής μνήμης νεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ἔνατος] …   Dictionary of Greek

  • ένατος — η, ο αριθμ. τακτ. 1. που σε σειρά έχει θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό 9. 2. το ουδ. ως ουσ., ένατο, το καθένα από τα εννιά ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε κάτι, το 1/9. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ένατα, α. τα εννιάμερα της Παναγίας, β. το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”