(εν)νιά(η)μερα — τα 1. μνημόσυνο που γίνεται την ένατη μέρα από το θάνατο κάποιου: Ήμασταν στα εννιάμερα του μακαρίτη. 2. γιορτή που γίνεται εννιά ημέρες μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλ. στις 23 Αυγούστου. νιάμερα, τα και νιάμερα, τα και νιάημερα, τα και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Lipsi (Insel) — Gemeinde Lipsi Δήμος Λειψών (Λειψοί) … Deutsch Wikipedia
ένατος — η, ο (AM ἔνατος, άτη, ατον Α και επιτ. τ. εἴνατος, η, ον και αιολ. τ. ἔνοτος, η, ον) αυτός που στη σειρά κατέχει τον αριθμό εννέα («εἴνατος ἐνιαυτός», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ένατο καθένα από τα εννέα ίσα μέρη ενός συνόλου 2. (το… … Dictionary of Greek
εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε … Dictionary of Greek
εννεάμερα — τα τα εννιάμερα* … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… … Dictionary of Greek
νιάμερα — και νιάημερα, τα τα εννιάμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *εννεά μερον < εννέα + μέρες] … Dictionary of Greek
τριτενάται — αἱ, Μ (ενν. μνῆμαι) τα τρίμερα και τα εννιάμερα προς τιμή τής μνήμης νεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ἔνατος] … Dictionary of Greek
ένατος — η, ο αριθμ. τακτ. 1. που σε σειρά έχει θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό 9. 2. το ουδ. ως ουσ., ένατο, το καθένα από τα εννιά ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε κάτι, το 1/9. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ένατα, α. τα εννιάμερα της Παναγίας, β. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)